- υποθηκεύομαι
- υποθηκεύομαι, υποθηκεύτηκα (σπάν. υποθηκεύτηκα), υποθηκευμένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσυπόκειμαι — Α 1. υπόκειμαι επί πλέον 2. υποθηκεύομαι επί πλέον 3. λαμβάνομαι ως επί πλέον υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπόκειμαι «βρίσκομαι από κάτω, υποθηκεύομαι, τίθεμαι ως βάση υπόθεσης ή συλλογισμού»] … Dictionary of Greek
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek